- γραφείῳ
- γραφεῖονpencilneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο 2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek